Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύτης
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
βάϊς
View word page
βαθύχθων
with deep soil, productive (cp. βαθύγειος)

ShortDef

with deep soil, productive (cp. βαθύγειος)

Debugging

Headword:
βαθύχθων
Headword (normalized):
βαθύχθων
Headword (normalized/stripped):
βαθυχθων
IDX:
16589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16590
Key:

Data

{'content': 'with deep soil, productive (cp. βαθύγειος)'}