Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυτέρμων
βαθύτης
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
βαΐα
Βαίβιος
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαιόχρονος
View word page
βαθυχαίτης
with deep, thick hair, Hes

ShortDef

with deep, thick hair, Hes

Debugging

Headword:
βαθυχαίτης
Headword (normalized):
βαθυχαίτης
Headword (normalized/stripped):
βαθυχαιτης
IDX:
16588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16589
Key:

Data

{'content': 'with deep, thick hair, Hes'}