Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
βαθύτης
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαθύχροος
View word page
βαθυτομέω
cut deeply

ShortDef

cut deeply

Debugging

Headword:
βαθυτομέω
Headword (normalized):
βαθυτομέω
Headword (normalized/stripped):
βαθυτομεω
IDX:
16580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16581
Key:

Data

{'content': 'cut deeply'}