Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
βαθύτης
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαίτης
View word page
βαθυτέρμων
deep, large
ShortDef
deep, large
Debugging
Headword:
βαθυτέρμων
Headword (normalized):
βαθυτέρμων
Headword (normalized/stripped):
βαθυτερμων
IDX:
16578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16579
Key:
Data
{'content': 'deep, large'}