Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
βαθύτης
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθύφωνος
View word page
βαθύσχινος
deep-grown with
ShortDef
deep-grown with
Debugging
Headword:
βαθύσχινος
Headword (normalized):
βαθύσχινος
Headword (normalized/stripped):
βαθυσχινος
IDX:
16576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16577
Key:
Data
{'content': 'deep-grown with'}