Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
βαθύτης
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
βαθύφρων
βαθύφυλλος
View word page
βαθύστρωτος
deep-strewn, well-covered
ShortDef
deep-strewn, well-covered
Debugging
Headword:
βαθύστρωτος
Headword (normalized):
βαθύστρωτος
Headword (normalized/stripped):
βαθυστρωτος
IDX:
16575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16576
Key:
Data
{'content': 'deep-strewn, well-covered'}