Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
βαθύτης
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
βαθύφρων
View word page
βαθύστομος
deep-mouthed, deep

ShortDef

deep-mouthed, deep

Debugging

Headword:
βαθύστομος
Headword (normalized):
βαθύστομος
Headword (normalized/stripped):
βαθυστομος
IDX:
16574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16575
Key:

Data

{'content': 'deep-mouthed, deep'}