Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
βαθύτης
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
View word page
βαθύστολμος
with deep, full robe

ShortDef

with deep, full robe

Debugging

Headword:
βαθύστολμος
Headword (normalized):
βαθύστολμος
Headword (normalized/stripped):
βαθυστολμος
IDX:
16573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16574
Key:

Data

{'content': 'with deep, full robe'}