Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
βαθύτης
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
View word page
βαθυστολέω
wear long flowing robes

ShortDef

wear long flowing robes

Debugging

Headword:
βαθυστολέω
Headword (normalized):
βαθυστολέω
Headword (normalized/stripped):
βαθυστολεω
IDX:
16572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16573
Key:

Data

{'content': 'wear long flowing robes'}