Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
βαθύτης
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
View word page
βαθύστερνος
deep-chested
ShortDef
deep-chested
Debugging
Headword:
βαθύστερνος
Headword (normalized):
βαθύστερνος
Headword (normalized/stripped):
βαθυστερνος
IDX:
16571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16572
Key:
Data
{'content': 'deep-chested'}