Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
βαθύτης
View word page
βαθυσπῆλυγξ
with deep caves

ShortDef

with deep caves

Debugging

Headword:
βαθυσπῆλυγξ
Headword (normalized):
βαθυσπῆλυγξ
Headword (normalized/stripped):
βαθυσπηλυγξ
IDX:
16569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16570
Key:

Data

{'content': 'with deep caves'}