Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄθελκτος
ἀθελξίνοος
ἀθεμείλιος
ἄθεμις
ἀθεμιστέω
ἀθεμιστία
ἀθεμίστιος
ἀθέμιστος
ἀθεμιτογαμία
ἀθεμιτοποιός
ἀθεμιτουργία
ἀθεμιτοφαγέω
ἄθεος
ἄθεος2
ἀθεότης
ἀθεραπεία
ἀθεραπευσία
ἀθεράπευτος
ἀθερηΐς
ἀθερής
ἀθερίζω
View word page
ἀθεμιτουργία
doing of unlawful deeds

ShortDef

doing of unlawful deeds

Debugging

Headword:
ἀθεμιτουργία
Headword (normalized):
ἀθεμιτουργία
Headword (normalized/stripped):
αθεμιτουργια
IDX:
1656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1657
Key:

Data

{'content': 'doing of unlawful deeds'}