Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
View word page
βαθυσμῆριγξ
thick-haired
ShortDef
thick-haired
Debugging
Headword:
βαθυσμῆριγξ
Headword (normalized):
βαθυσμῆριγξ
Headword (normalized/stripped):
βαθυσμηριγξ
IDX:
16568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16569
Key:
Data
{'content': 'thick-haired'}