Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
View word page
βάθυσμα
deep place
ShortDef
deep place
Debugging
Headword:
βάθυσμα
Headword (normalized):
βάθυσμα
Headword (normalized/stripped):
βαθυσμα
IDX:
16567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16568
Key:
Data
{'content': 'deep place'}