Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
View word page
βαθύσκοτος
murky
ShortDef
murky
Debugging
Headword:
βαθύσκοτος
Headword (normalized):
βαθύσκοτος
Headword (normalized/stripped):
βαθυσκοτος
IDX:
16566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16567
Key:
Data
{'content': 'murky'}