Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυρριζία
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
View word page
βαθυσκόπελος
with high cliffs

ShortDef

with high cliffs

Debugging

Headword:
βαθυσκόπελος
Headword (normalized):
βαθυσκόπελος
Headword (normalized/stripped):
βαθυσκοπελος
IDX:
16565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16566
Key:

Data

{'content': 'with high cliffs'}