Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθύρρηνος
βαθυρριζία
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
View word page
βαθύσκαρθμος
high-leaping
ShortDef
high-leaping
Debugging
Headword:
βαθύσκαρθμος
Headword (normalized):
βαθύσκαρθμος
Headword (normalized/stripped):
βαθυσκαρθμος
IDX:
16562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16563
Key:
Data
{'content': 'high-leaping'}