Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθύρρηνος
βαθυρριζία
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
βαθύσπορος
View word page
βαθύσαρκος
fleshy

ShortDef

fleshy

Debugging

Headword:
βαθύσαρκος
Headword (normalized):
βαθύσαρκος
Headword (normalized/stripped):
βαθυσαρκος
IDX:
16560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16561
Key:

Data

{'content': 'fleshy'}