Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθύρρηνος
βαθυρριζία
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
βαθυσμῆριγξ
βαθυσπῆλυγξ
View word page
βαθύς
deep

ShortDef

deep

Debugging

Headword:
βαθύς
Headword (normalized):
βαθύς
Headword (normalized/stripped):
βαθυς
IDX:
16559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16560
Key:

Data

{'content': 'deep'}