Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθύρρηνος
βαθυρριζία
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
βάθυσμα
View word page
βαθύρροος
deep-flowing, brimming

ShortDef

deep-flowing, brimming

Debugging

Headword:
βαθύρροος
Headword (normalized):
βαθύρροος
Headword (normalized/stripped):
βαθυρροος
IDX:
16557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16558
Key:

Data

{'content': 'deep-flowing, brimming'}