Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύπλοος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθύρρηνος
βαθυρριζία
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθυσκόπελος
βαθύσκοτος
View word page
βαθύρριζος
deep-rooted
ShortDef
deep-rooted
Debugging
Headword:
βαθύρριζος
Headword (normalized):
βαθύρριζος
Headword (normalized/stripped):
βαθυρριζος
IDX:
16556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16557
Key:
Data
{'content': 'deep-rooted'}