Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
βαθύπλοος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθύρρηνος
βαθυρριζία
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
βαθύσικος
βαθύσκαρθμος
βαθυσκαφής
View word page
βαθυπώγων
with thick beard

ShortDef

with thick beard

Debugging

Headword:
βαθυπώγων
Headword (normalized):
βαθυπώγων
Headword (normalized/stripped):
βαθυπωγων
IDX:
16553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16554
Key:

Data

{'content': 'with thick beard'}