Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
βαθύπλοος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθύρρηνος
βαθυρριζία
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
βαθύς
βαθύσαρκος
View word page
βαθύπορος
causing heavy going

ShortDef

causing heavy going

Debugging

Headword:
βαθύπορος
Headword (normalized):
βαθύπορος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπορος
IDX:
16550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16551
Key:

Data

{'content': 'causing heavy going'}