Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
βαθύπλοος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθύρρηνος
βαθυρριζία
βαθύρριζος
View word page
βαθύπλοος
going deep in the water

ShortDef

going deep in the water

Debugging

Headword:
βαθύπλοος
Headword (normalized):
βαθύπλοος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπλοος
IDX:
16546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16547
Key:

Data

{'content': 'going deep in the water'}