Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθυορυγή
βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
βαθύπλοος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθύρρηνος
βαθυρριζία
View word page
βαθύπλοκος
deeply involved
ShortDef
deeply involved
Debugging
Headword:
βαθύπλοκος
Headword (normalized):
βαθύπλοκος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπλοκος
IDX:
16545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16546
Key:
Data
{'content': 'deeply involved'}