Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύξυλος
βαθυορυγή
βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
βαθύπλοος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθύρρηνος
View word page
βαθυπλόκαμος
with thick hair

ShortDef

with thick hair

Debugging

Headword:
βαθυπλόκαμος
Headword (normalized):
βαθυπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπλοκαμος
IDX:
16544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16545
Key:

Data

{'content': 'with thick hair'}