Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύνω
βαθύξυλος
βαθυορυγή
βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
βαθύπλοος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
View word page
βαθυπλήξ
deep-striking

ShortDef

deep-striking

Debugging

Headword:
βαθυπλήξ
Headword (normalized):
βαθυπλήξ
Headword (normalized/stripped):
βαθυπληξ
IDX:
16543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16544
Key:

Data

{'content': 'deep-striking'}