Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθυορυγή
βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
βαθύπλοος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
View word page
βαθύπεπλος
with long robe

ShortDef

with long robe

Debugging

Headword:
βαθύπεπλος
Headword (normalized):
βαθύπεπλος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπεπλος
IDX:
16539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16540
Key:

Data

{'content': 'with long robe'}