Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθυορυγή
βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
βαθύπλοος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
View word page
βαθύπελμος
thick-soled

ShortDef

thick-soled

Debugging

Headword:
βαθύπελμος
Headword (normalized):
βαθύπελμος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπελμος
IDX:
16538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16539
Key:

Data

{'content': 'thick-soled'}