Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθυορυγή
βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
View word page
βαθυορυγή
deep excavation

ShortDef

deep excavation

Debugging

Headword:
βαθυορυγή
Headword (normalized):
βαθυορυγή
Headword (normalized/stripped):
βαθυορυγη
IDX:
16535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16536
Key:

Data

{'content': 'deep excavation'}