Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυκτέανος
βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθυορυγή
βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
View word page
βαθύξυλος
with deep wood

ShortDef

with deep wood

Debugging

Headword:
βαθύξυλος
Headword (normalized):
βαθύξυλος
Headword (normalized/stripped):
βαθυξυλος
IDX:
16534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16535
Key:

Data

{'content': 'with deep wood'}