Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυκρήπις
βαθυκτέανος
βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθυορυγή
βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
View word page
βαθύνω
to deepen, hollow out

ShortDef

to deepen, hollow out

Debugging

Headword:
βαθύνω
Headword (normalized):
βαθύνω
Headword (normalized/stripped):
βαθυνω
IDX:
16533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16534
Key:

Data

{'content': 'to deepen, hollow out'}