Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθύκομος
βαθύκρημνος
βαθυκρήπις
βαθυκτέανος
βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθυορυγή
βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
View word page
βαθυμῆτα
profoundly wise

ShortDef

profoundly wise

Debugging

Headword:
βαθυμῆτα
Headword (normalized):
βαθυμῆτα
Headword (normalized/stripped):
βαθυμητα
IDX:
16531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16532
Key:

Data

{'content': 'profoundly wise'}