Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύκολπος
βαθυκόμης
βαθύκομος
βαθύκρημνος
βαθυκρήπις
βαθυκτέανος
βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθυορυγή
βαθυπέδιος
βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
View word page
βαθύμαλλος
thick-fleeced
ShortDef
thick-fleeced
Debugging
Headword:
βαθύμαλλος
Headword (normalized):
βαθύμαλλος
Headword (normalized/stripped):
βαθυμαλλος
IDX:
16529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16530
Key:
Data
{'content': 'thick-fleeced'}