Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύκληρος
Βαθυκλῆς
βαθυκνήμις
βαθύκνημος
βαθύκολπος
βαθυκόμης
βαθύκομος
βαθύκρημνος
βαθυκρήπις
βαθυκτέανος
βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθυορυγή
View word page
βαθυκύμων
deep in waves
ShortDef
deep in waves
Debugging
Headword:
βαθυκύμων
Headword (normalized):
βαθυκύμων
Headword (normalized/stripped):
βαθυκυμων
IDX:
16525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16526
Key:
Data
{'content': 'deep in waves'}