Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυκλεής
βαθύκληρος
Βαθυκλῆς
βαθυκνήμις
βαθύκνημος
βαθύκολπος
βαθυκόμης
βαθύκομος
βαθύκρημνος
βαθυκρήπις
βαθυκτέανος
βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
View word page
βαθυκτέανος
with great possessions, plenteous

ShortDef

with great possessions, plenteous

Debugging

Headword:
βαθυκτέανος
Headword (normalized):
βαθυκτέανος
Headword (normalized/stripped):
βαθυκτεανος
IDX:
16524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16525
Key:

Data

{'content': 'with great possessions, plenteous'}