Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκληρος
Βαθυκλῆς
βαθυκνήμις
βαθύκνημος
βαθύκολπος
βαθυκόμης
βαθύκομος
βαθύκρημνος
βαθυκρήπις
βαθυκτέανος
βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
βαθύνοος
βαθύνω
View word page
βαθυκρήπις
with deep foundations

ShortDef

with deep foundations

Debugging

Headword:
βαθυκρήπις
Headword (normalized):
βαθυκρήπις
Headword (normalized/stripped):
βαθυκρηπις
IDX:
16523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16524
Key:

Data

{'content': 'with deep foundations'}