Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυκάρδιος
βαθύκαρπος
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκληρος
Βαθυκλῆς
βαθυκνήμις
βαθύκνημος
βαθύκολπος
βαθυκόμης
βαθύκομος
βαθύκρημνος
βαθυκρήπις
βαθυκτέανος
βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
βαθυμῆτα
View word page
βαθύκομος
with thick leaves

ShortDef

with thick leaves

Debugging

Headword:
βαθύκομος
Headword (normalized):
βαθύκομος
Headword (normalized/stripped):
βαθυκομος
IDX:
16521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16522
Key:

Data

{'content': 'with thick leaves'}