Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυκαμπής
βαθυκάρδιος
βαθύκαρπος
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκληρος
Βαθυκλῆς
βαθυκνήμις
βαθύκνημος
βαθύκολπος
βαθυκόμης
βαθύκομος
βαθύκρημνος
βαθυκρήπις
βαθυκτέανος
βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήϊος
βαθύμαλλος
βαθύμητα
View word page
βαθυκόμης
with thick hair

ShortDef

with thick hair

Debugging

Headword:
βαθυκόμης
Headword (normalized):
βαθυκόμης
Headword (normalized/stripped):
βαθυκομης
IDX:
16520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16521
Key:

Data

{'content': 'with thick hair'}