Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυεργέω
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκάρδιος
βαθύκαρπος
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκληρος
Βαθυκλῆς
βαθυκνήμις
βαθύκνημος
βαθύκολπος
βαθυκόμης
βαθύκομος
βαθύκρημνος
βαθυκρήπις
βαθυκτέανος
βαθυκύμων
βαθύλειμος
βαθυλείμων
View word page
βαθυκνήμις
wearing high greaves

ShortDef

wearing high greaves

Debugging

Headword:
βαθυκνήμις
Headword (normalized):
βαθυκνήμις
Headword (normalized/stripped):
βαθυκνημις
IDX:
16517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16518
Key:

Data

{'content': 'wearing high greaves'}