Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκάρδιος
βαθύκαρπος
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκληρος
Βαθυκλῆς
βαθυκνήμις
βαθύκνημος
βαθύκολπος
View word page
βαθύθριξ
with thick, long mane

ShortDef

with thick, long mane

Debugging

Headword:
βαθύθριξ
Headword (normalized):
βαθύθριξ
Headword (normalized/stripped):
βαθυθριξ
IDX:
16509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16510
Key:

Data

{'content': 'with thick, long mane'}