Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκάρδιος
βαθύκαρπος
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκληρος
Βαθυκλῆς
βαθυκνήμις
βαθύκνημος
View word page
βαθύζωνος
deep-girded
ShortDef
deep-girded
Debugging
Headword:
βαθύζωνος
Headword (normalized):
βαθύζωνος
Headword (normalized/stripped):
βαθυζωνος
IDX:
16508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16509
Key:
Data
{'content': 'deep-girded'}