Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκάρδιος
βαθύκαρπος
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκληρος
Βαθυκλῆς
βαθυκνήμις
View word page
βαθυεργέω
plough deep
ShortDef
plough deep
Debugging
Headword:
βαθυεργέω
Headword (normalized):
βαθυεργέω
Headword (normalized/stripped):
βαθυεργεω
IDX:
16507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16508
Key:
Data
{'content': 'plough deep'}