Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκάρδιος
βαθύκαρπος
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκληρος
View word page
βαθυδίνης
deep-eddying
ShortDef
deep-eddying
Debugging
Headword:
βαθυδίνης
Headword (normalized):
βαθυδίνης
Headword (normalized/stripped):
βαθυδινης
IDX:
16505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16506
Key:
Data
{'content': 'deep-eddying'}