Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκάρδιος
βαθύκαρπος
βαθυκήτης
βαθυκλεής
View word page
βαθύδενδρος
deep-wooded

ShortDef

deep-wooded

Debugging

Headword:
βαθύδενδρος
Headword (normalized):
βαθύδενδρος
Headword (normalized/stripped):
βαθυδενδρος
IDX:
16504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16505
Key:

Data

{'content': 'deep-wooded'}