Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκάρδιος
View word page
βαθύγλωσσος
of unintelligible speech

ShortDef

of unintelligible speech

Debugging

Headword:
βαθύγλωσσος
Headword (normalized):
βαθύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
βαθυγλωσσος
IDX:
16501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16502
Key:

Data

{'content': 'of unintelligible speech'}