Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
View word page
βαθυγήρως
in great old age, decrepit
ShortDef
in great old age, decrepit
Debugging
Headword:
βαθυγήρως
Headword (normalized):
βαθυγήρως
Headword (normalized/stripped):
βαθυγηρως
IDX:
16500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16501
Key:
Data
{'content': 'in great old age, decrepit'}