Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
βαθύζωνος
βαθύθριξ
View word page
βαθυγένειος
with deep, full beard

ShortDef

with deep, full beard

Debugging

Headword:
βαθυγένειος
Headword (normalized):
βαθυγένειος
Headword (normalized/stripped):
βαθυγενειος
IDX:
16499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16500
Key:

Data

{'content': 'with deep, full beard'}