Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
View word page
βαθύβουλος
deep-counselling

ShortDef

deep-counselling

Debugging

Headword:
βαθύβουλος
Headword (normalized):
βαθύβουλος
Headword (normalized/stripped):
βαθυβουλος
IDX:
16497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16498
Key:

Data

{'content': 'deep-counselling'}