Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
View word page
βαθυαγκής
with deep dells
ShortDef
with deep dells
Debugging
Headword:
βαθυαγκής
Headword (normalized):
βαθυαγκής
Headword (normalized/stripped):
βαθυαγκης
IDX:
16495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16496
Key:
Data
{'content': 'with deep dells'}